τετραδάκτυλος

τετραδάκτυλος
τετρᾰδάκτῠλ-ος, ον,
A four-toed,

πόδες Arist.PA688a5

; of birds, Id.HA504a9.
2 four fingers long, broad, etc., Hp.Art.7, PLond. 3.1177.236 (ii A.D.); δόχμη τὸ τ. Ael.Dion.Fr.136.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τετραδάκτυλος — four toed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραδάκτυλος — η, ο / τετραδάκτυλος, ον, ΝΑ, και τετραδάχτυλος, η, ον, Ν 1. αυτός που έχει τέσσερα δάχτυλα («ἔχει τοὺς προσθίους πόδας... τετραδακτύλους», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει μήκος ή πλάτος ή διαστάσεις τεσσάρων δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρα * +… …   Dictionary of Greek

  • τετραδάκτυλον — τετραδάκτυλος four toed masc/fem acc sg τετραδάκτυλος four toed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραδακτύλοις — τετραδάκτυλος four toed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραδακτύλους — τετραδάκτυλος four toed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραδακτύλων — τετραδάκτυλος four toed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραδάκτυλα — τετραδάκτυλος four toed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραδάκτυλοι — τετραδάκτυλος four toed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρμηκοφάγος — Κοινή ονομασία θηλαστικών της οικογένειας των μυρμηκοφαγιδών, της τάξης των νωδών. Ο τριδάκτυλος ή χαιτοφόρος μ. (myrmecophaga tridactyla ή jubata), που ζει στην Κεντρική και Νότια Αμερική, μπορεί να φτάσει σε μήκος 2,5 μ. και βάρος 45 περίπου… …   Dictionary of Greek

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”