τετραδάκτυλος — four toed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραδάκτυλος — η, ο / τετραδάκτυλος, ον, ΝΑ, και τετραδάχτυλος, η, ον, Ν 1. αυτός που έχει τέσσερα δάχτυλα («ἔχει τοὺς προσθίους πόδας... τετραδακτύλους», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει μήκος ή πλάτος ή διαστάσεις τεσσάρων δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρα * +… … Dictionary of Greek
τετραδάκτυλον — τετραδάκτυλος four toed masc/fem acc sg τετραδάκτυλος four toed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραδακτύλοις — τετραδάκτυλος four toed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραδακτύλους — τετραδάκτυλος four toed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραδακτύλων — τετραδάκτυλος four toed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραδάκτυλα — τετραδάκτυλος four toed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραδάκτυλοι — τετραδάκτυλος four toed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρμηκοφάγος — Κοινή ονομασία θηλαστικών της οικογένειας των μυρμηκοφαγιδών, της τάξης των νωδών. Ο τριδάκτυλος ή χαιτοφόρος μ. (myrmecophaga tridactyla ή jubata), που ζει στην Κεντρική και Νότια Αμερική, μπορεί να φτάσει σε μήκος 2,5 μ. και βάρος 45 περίπου… … Dictionary of Greek
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek